V1-1

Beispiel zur Konjugation der Verben

Beispiel V1-2.1

AktivPassiv
Verb:δωρίζω (schenken), δωρίζομαι

Zusammenfassung: Stamm
Akt. Pass.   Akt. Pass.
Ind.präsδωρίζωδωρίζομαιζζ
Ind.aor.δώρισαδωρίστηκασστ
Part.perf.δωρισμένοςσ

V1-2.1 : Aktiv

Präs.Ind./
Konj.
: δωρίζω , δωρίζεις , δωρίζει ,δωρίζο(υ)με , δωρίζετε , δωρίζουν
Imperat.: δώριζε δωρίζετε
Partiz. : δωρίζοντας
.
Parat. : δώριζα,δώριζες,δώριζε,δωρίζαμε,δωρίζατε,δώριζαν
.
Aor.Ind. : δώρισα,δώρισες,δώρισε,δωρίσαμε,δωρίσατε,δώρισαν
Konj. : δωρίσω,δωρίσεις,δωρίσει,δωρίσο(υ)με,δωρίσετε,δωρίσουν
Imperat.: δώρισε δωρίστε
Aparemph. : δωρίσει

Parak. Ind. : έχω δωρίσει / έχω δωρισμένο
Konj. : να έχω δωρίσει / να έχω δωρισμένο
Futurparat. : θα δωρίζω
aorist. : θα δωρίσω
PQperf. : είχα δωρίσει / είχα δωρισμένο
Fut.
perf.
: θα έχω δωρίσει / θα έχω δωρισμένο

V1-2.1 : Passiv

Präs.Ind./
Konj.
: δωρίζομαι ,δωρίζεσαι,δωρίζεται,δωριζόμαστε,δωρίζεστε,δωρίζονται
Imperat. : (δωρίζου) (δωρίζεστε)
.
Parat. : δωριζόμουν,δωριζόσουν,δωριζόταν,δωριζόμασταν,δωριζόσασταν,δωρίζονταν
.
Aor.Ind. : δωρίστηκα,δωρίστηκες,δωρίστηκε,δωριστήκαμε,δωριστήκατε,δωρίστηκαν
Konj. : δωριστώ,δωριστείς,δωριστεί,δωριστούμε,δωριστείτε,δωριστούν
Imperat. : δωρίσου δωριστείτε
Aparemph. : δωριστεί

Parak. Ind. : έχω δωριστεί /είμαι δωρισμένος
Konj. : να έχω δωριστεί / να είμαι δωρισμένος
Partiz. : δωρισμένος
Futurparat. : θα δωρίζομαι
aorist. : θα δωριστώ
PQperf. : είχα δωριστεί / ήμουν δωρισμένος
Fut.
perf.
Futur
: θα έχω δωριστεί / θα είμαι δωρισμένος

Zurück zur Suche


Haben Sie einen Fehler gefunden?
Schreiben Sie bitte eine e-mail.
Kontakt
Impressum

Datum: 05.04.2019 15:47