V1-1

Beispiel zur Konjugation der Verben

Beispiel V1-2.2

AktivPassiv
Verb:στηρίζω (stützen), στηρίζομαι

Zusammenfassung: Stamm
Akt. Pass.   Akt. Pass.
Ind.präsστηρίζωστηρίζομαιζζ
Ind.aor.στήριξαστηρίχτηκαξχτ
Part.perf.στηριγμένοςγ

V1-2.1 : Aktiv

Präs.Ind./
Konj.
: στηρίζω , στηρίζεις , στηρίζει ,στηρίζο(υ)με , στηρίζετε , στηρίζουν
Imperat.: στηρίζε στηρίζετε
Partiz. : στηρίζοντας
.
Parat. : στήριζα,στήριζες,στήριζε,στηρίζαμε,στηρίζατε,στήριζαν
.
Aor.Ind. : στήριξα,στήριξες,στήριξε,στηρίξαμε,στηρίξατε,στήριξαν
Konj. : στηρίξω,στηρίξεις,στηρίξει,στηρίξο(υ)με,στηρίξετε,στηρίξουν
Imperat.: στήριξε στηρίξτε
Aparemph. : στηρίξει

Parak. Ind. : έχω στηρίξει / έχω στηριγμένο
Konj. : να έχω στηρίξει / να έχω στηριγμένο
Futurparat. : θα στηρίζω
aorist. : θα στηρίξω
PQperf. : είχα στηρίξει / είχα στηριγμένο
Fut.
perf.
: θα έχω στηρίξει / θα έχω στηριγμένο

V1-2.1 : Passiv

Präs.Ind./
Konj.
: στηρίζομαι ,στηρίζεσαι,στηρίζεται,στηριζόμαστε,στηρίζεστε,στηρίζονται
Imperat. : (στηρίζου) (στηρίζεστε)
.
Parat. : στηριζόμουν,στηριζόσουν,στηριζόταν,στηριζόμασταν,στηριζόσασταν,στηρίζονταν
.
Aor.Ind. : στηρίχτηκα,στηρίχτηκες,στηρίχτηκε,στηριχτήκαμε,στηριχτήκατε,στηρίχτηκαν
Konj. : στηριχτώ,στηριχτείς,στηριχτεί,στηριχτούμε,στηριχτείτε,στηριχτούν
Imperat. : στηρίξου στηριχτείτε
Aparemph. : στηριχτεί

Parak. Ind. : έχω στηριχτεί /είμαι στηριγμένος
Konj. : να έχω στηριχτεί / να είμαι στηριγμένος
Partiz. : στηριγμένος
Futurparat. : θα στηρίζομαι
aorist. : θα στηριστώ
PQperf. : είχα στηριχτεί / ήμουν στηριγμένος
Fut.
perf.
Futur
: θα έχω στηριχτεί / θα είμαι στηριγμένος

Zurück zur Suche


Haben Sie einen Fehler gefunden?
Schreiben Sie bitte eine e-mail.
Kontakt
Impressum

Datum: 27.02.2021