V1-1

Beispiel zur Konjugation der Verben

Beispiel V1-5.2

AktivPassiv
Verb: δουλεύω (arbeiten) δουλεύομαι

Zusammenfassung: Stamm
Akt. Pass.   Akt.Pass.
Ind.präsδουλεύω δουλεύομαι(ε)ύ(ε)ύ
Ind.aor.δούλεψα δουλεύτηκα(ε)ψ(ε)ύτ
Part.perf.δουλεμένος(ε)

V1-5.2 Aktiv

Präs.Ind./
Konj.
:δουλεύω ,δουλεύεις , δουλεύει , δουλεύο(υ)με , δουλεύετε , δουλεύρουν
Imperat.:δούλευε δουλεύετε
Partiz.:δουλεύοντας
.
Parat.:δούλευα,δύμευες,δούλευε,δουλεύαμε,δουλεύατε,δούλευαν
.
Aor.Ind.:δούλεψα,δούλεψες,δούλεψε,δουλέψαμε,δουλέψατε,δούλεψαν
Konj.:δουλέψω,δουλέψεις,δουλέψει,δουλέψο(υ)με,δουλέψετε,δουλέψουν
Imperat.: δούλεψε δουλέψτε
Aparemph.:δουλέψει

Parak.Ind.:έχω δουλέψει / έχω δουλευμένο
Konj.:να έχω δουλέψει /να έχω δουλευμένο
Futurparat.:θα δουλεύω
aorist.:θα δουλέψω
PQperf. :είχα δουλέψει / είχα δουλευμένο
Fut.
perf.
:θα έχω δουλέψει / θα έχω δουλευμένο

V1-5.2 Passiv

Präs.Ind./
Konj.
:δουλεύομαι,δουλεύεσαι,δουλεύεται,δουλευόμαστε,δουλεύεστε,δουλεύονται
Imperat. : (δουλεύου) (δουλεύεστε)
.
Parat.:δουλευόμουν,δουλευόσουν,δουλευόταν,δουλευόμασταν,δουλευόσασταν,δηεύονταν
.
Aor.Ind.:δουλεύτηκα,δουλεύτηκες,δουλεύτηκε,δουλευτήκαμε,δουλευτήκατε,δουλεύτηκαν
Konj.:δουλευτώ,δουλευτείς,δουλευτεί,δουλευτούμε,δουλευτείτε,δουλευτούν
Imperat.: δουλέψου δουλευτείτε
Aparemph.:δουλευτεί

Parak.Ind.:έχω δουλευτεί / είμαι δουλεμένος
Konj.:να έχω δουλευτεί / να είμαι δουλεμένος
Partiz.:δουλεμένος
Futurparat.:θα δουλεύομαι
aorist.:θα δουλεύψώ
PQperf. :είχα δουλευτεί / ήμουν δουλεμένος
Fut.
perf.
: θα έχω δουλευτεί / θα είμαι δουλεμένος

Zurück zur Suche


Haben Sie einen Fehler gefunden?
Schreiben Sie bitte eine e-mail.
Kontakt
Impressum

Datum: 27.02.2021