V1-1

Beispiel zur Konjugation der Verben

Beispiel V1-8.2

AktivPassiv
Verb: μολύνω (beschmutzen, infizieren, ...), μολύνομαι

Zusammenfassung: Stamm
Akt. Pass.   Akt.Pass.
Ind.präsμολύνω μολύνομαινν
Ind.aor.μόλυνα μολύνθηκαννθ
Part.perf.μολυσμένοςσ

V1-8.2 : Aktiv

Präs.Ind./
Konj.
:μολύνω ,μολύνεις , μολύνει , μολύνο(υ)με , μολύνετε , μολύνουν
Imperat.:μόλυνε μολύνετε
Partiz.:μολύνοντας
.
Parat.:μόλυνα,μόλυνες,μόλυνε,μολύναμε,μολύνατε,μόλυναν
.
Aor.Ind.:μόλυνα,μόλυνες,μόλυνε,μολύναμε,μολύνατε,μόλυναν
Konj.:μολύνω,μολύνεις,μολύνει,μολύνο(υ)με,μολύνετε,μολύνουν
Imperat. : μόλυνε μολύνετε
Aparemph.:μολύνει

Parak.Ind.:έχω μολύνει / έχω μολυσμένο
Konj.:να έχω μολύσει /να έχω μολυσμένο
Futurparat.:θα μολύνω
aorist.:θα μολύσω
PQperf. :είχα μολύσει / είχα μολυσμένο
Fut.
perf.
:θα έχω μολύσει / θα έχω μολυσμένο

V1-8.2 : Passiv

Präs.Ind./
Konj.
:μολύνομαι,μολύνεσαι,μολύνεται,μολυνόμαστε,μολύνεστε,μολύνονται
Imperat. : (μολύνου) (μολύνεστε)
.
Parat.:μολυνόμουν,μολυνόσουν,μολυνόταν,μολυνόμασταν,μολυνόσασταν,μολύνονταν
.
Aor.Ind.:μολύνθηκα,μολύνθηκες,μολύνθηκε,μολυνθήκαμε,μολυνθήκατε,μολύνθηκαν
Konj.:μολυνθώ,μολυνθείς,μολυνθεί,μολυνθούμε,μολυνθείτε,μολυνθούν
Imperat.: μολύνσου μολυνθείτε
Aparemph.:μολύνει

Parak.Ind.:έχω μολύνει / είμαι μολυσμένος
Konj.:να έχω μολύνει / να είμαι μολυσμένος
Partiz.:μολυσμένος
Futurparat.:θα μολύνομαι
aorist.:θα μολυνθώ
PQperf. :είχα μολύνει / ήμουν μολυσμένος
Fut.
perf.
: θα έχω μολύνει / θα είμαι μολυσμένος

Zurück zur Suche


Haben Sie einen Fehler gefunden?
Schreiben Sie bitte eine e-mail.
Kontakt
Impressum

Datum: 22.03.2021