V1-1

Beispiel zur Konjugation der Verben

Beispiel V2a-3

AktivPassiv
Verb: βαστώ, -άω ( festhalten, ... ), βαστιέμαι

Zusammenfassung: Stamm
Akt. Pass.   Akt.Pass.
Ind.präsβαστώ βαστιέμαι ιέ
Ind.aor.βάσταξα βαστάχτηκααξαχτ
βάστηξα βαστήχτηκαηξηχτ
Part.perf.βαστηγμένοςηγ

V2a-3 Aktiv

Präs.Ind./
Konj.
: βαστώ , -άω , βαστάς , βαστά(ει) , βαστούμε, -άμε , βαστάτε , βαστούν, -αν
Imperat.: βάστα βαστάτε
Partiz.: βαστώντας
.
Parat.:βαστούσα, βαστούσες , βαστλούσε , βαστούσαμε , βαστούσατε , βαστούσαν
.
Aor.Ind.: βάσταξα,βάσταξες,βάσταξε,βαστάξαμε,βαστάξατε,βάσταξαν
: βάστηξα,βάστηξες,βάστηξε,βαστήξαμε,βαστήξατε,βάστηξαν
Konj.:βαστάξω,βαστάξεις,βαστάξει,βαστάξο(υ)με,βαστάξετε,βαστάξουν
:βαστήξω,βαστήξεις,βαστήξει,βαστήξο(υ)με,βαστήξετε,βαστήξουν
Imperat. : βάσταξε, βαστάξτε
: βάστηξε, βαστήξτε
Aparemph.:βαστάξει βαστήξει

Parak.Ind.:έχω βαστάξει, έχω βαστήξει, έχω βασταγμένο, έχω βαστηγμένο
Konj.:να έχω βαστάξει, να έχω βαστήξει, να έχω βασταγμένο, να έχω βαστηγμένο
Futurparat.:θα βαστώ, θα βαστάω
aorist.:θα βαστάξω, θα βαστήξω
PQperf. :είχα βαστάξει, είχα βαστήξει, είχα βασταγμένο, είχα βαστηγμένο
Fut.
perf.
:θα έχω βαστάξει, Θα έχω βαστήξει, θα έχω βασταγμένο, θα έχω βαστηγμένο

V2a-3 Passiv

Präs.Ind./
Konj.
:βαστιέμαι,βαστιέσαι,βαστιέται,βαστιόμαστε,βαστιέστε,βαστιούνται
.
Parat.:βαστιόμουν,βαστιόσουν,βαστιόταν,βαστιόμασταν,βαστιόσασταν,βαστιόνταν
.
Aor.Ind.:βαστάχτηκα,βαστάχτηκες,βαστάχτηκε,βασταχτήκαμε,βασταχτήκατε,βαστάχτηκαν
:βαστήχτηκα,βαστήχτηκες,βαστήχτηκε,βαστηχτήκαμε,βαστηχτήκατε,βαστήχτηκαν
Konj.:βασταχτώ,βασταχτείς,βασταχτεί,βασταχτούμε,βασταχτείτε,βασταχτούν
:βαστηχτώ,βαστηχτείς,βαστηχτεί,βαστηχτούμε,βαστηχτείτε,βαστηχτούν
Imperat.: βαστάξου βασταχτείτε
: βαστήξου βαστηχτείτε
Aparemph.:βασταχτεί , βαστηχτεί

Parak.Ind.:έχω βασταχτεί, έχω βαστηχτεί, είμαι βασταγμένος, είμαι βαστηγμένος
Konj.:να έχω βασταχτεί, να έχω βαστηχτεί, να είμαι βασταγμένος, να είμαι βαστηγμένος
Partiz.:βασταγμένος, βαστηγμένος
Futurparat.:θα βαστιέμαι
aorist.:θα βασταχτώ, θα βαστηχτώ
PQperf. :είχα βασταχτεί, είχα βαστηχτεί, ήμουν βασταγμένος, ήμουν βαστηγμένος
Fut.
perf.
: θα έχω βασταχτεί, θα έχω βαστηχτεί, θα είμαι βασταγμένος, θα είμαι βαστηγμένος

Zurück zur Suche


Haben Sie einen Fehler gefunden?
Schreiben Sie bitte eine e-mail.
Kontakt
Impressum

Datum: 25.02.2021